- νήια
- νήιοςneut nom/voc/acc plνήιοςneut nom/voc/acc plνηιοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηία — νηίᾱ , νήιος fem nom/voc/acc dual νηίᾱ , νήιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νηίᾱ , νηιος of fem nom/voc/acc dual νηίᾱ , νηιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νήια — Νήϊα , Νήϊον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήιος — νήϊος, ΐη, ον θηλ. και ος, αττ. τ. νεῑος, α, ον, δωρ. τ. νάϊος, ΐα, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλοίο ή που είναι κατάλληλος για την κατασκευή πλοίου («νήϊα ξύλα», Ησίοδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νήϊα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
SAMOS — I. SAMOS oppid. Magnae Graeciae, apud oram Calabriae ulterioris Lycophr. Steph. nunc Crepacuore Barrio, apud Locros, seu Hieracium Urbem, inde 6. mill. pass. in Boream, ubi Pythagoras habitâsse dicitur. II. SAMOS vulgo SAMO hodieque a fluv.… … Hofmann J. Lexicon universale
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek
ξυνήια — ξῡνήια , ξυνήιος common neut nom/voc/acc pl ξυνήϊα , σύνειμι 2 ibo go imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)